- γαστροσκόπιο
- τοεύκαμπτο ενδοσκόπιο ψυχρού φωτός για την εκτέλεση εξετάσεων τού στομάχου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γαστροσκόπιο — το όργανο με το οποίο εξετάζεται το εσωτερικό του στομάχου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με … Dictionary of Greek
γαστροσκόπηση — η εξέταση με γαστροσκόπιο τού εσωτερικού τοιχώματος τού στομάχου … Dictionary of Greek
καρκίνος — Αχαλίνωτη ανάπτυξη και επέκταση ανώμαλων κυττάρων η οποία μπορεί να εμπλέκει κάθε ιστό και όργανο του σώματος. Χαρακτηριστικό του κ. είναι η τάση να εξαπλώνεται κατά συνέχεια ιστού και αιματογενώς ή λεμφογενώς δίνοντας απομακρυσμένες μεταστάσεις· … Dictionary of Greek
γαστροσκόπηση — η εξέταση του εσωτερικού του στομάχου με γαστροσκόπιο ή ακτινογραφία ή ακτινοσκόπηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)